- ευπαθώ
- εὐπαθῶ, -έω (Α) [ευπαθής]1. ευχαριστούμαι, ευθυμώ, διασκεδάζω, γλεντοκοπώ2. (για την ψυχή) βρίσκομαι σε ευχάριστη ψυχική διάθεση, ευτυχώ3. ευεργετούμαι4. μέσ. εὐπαθοῡμαι, -έομαι(κατά το λεξ. Σούδα «εὐπαθεῑσθαι ἀντὶ τοῡ τρυφᾱν καὶ διαχεῑσθαι».
Dictionary of Greek. 2013.